προληπτικός

προληπτικός
-ή, -ό / προληπτικός, -ή, -όν, ΝΑ [προλαμβάνω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική λογοκρισία» — λογοκρισία που επιβάλλεται πριν από δημοσίευση)
2. αυτός που έχει προλήψεις, ο δεισιδαίμονας
3. το ουδ. ως ουσ. το προληπτικό
μέτρο ή μέσο με το οποίο προλαμβάνεται η εκδήλωση ενός κακού
4. φρ. «προληπτικό κατηγορούμενο»
γραμμ. κατηγορούμενο το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το αποτέλεσμα μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση
αρχ.
ιατρ. (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα
2. (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) προληπτικώτερον
πρόωρα.
επίρρ...
προληπτικώς / προληπτικῶς ΝΑ, και προληπτικά Ν
κατά τρόπο προληπτικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προληπτικός — anticipative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικός — ή, ό 1. αυτός που προλαβαίνει κάτι ή που εκφράζει, δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης: Προληπτικά μέτρα. – Προληπτικό κατηγορούμενο. 2. αυτός που έχει προλήψεις, δεισιδαίμονας: Την Τρίτη δεν εργάζεται, γιατί είναι προληπτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προληπτικά — προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc pl προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc/acc dual προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικώτερον — προληπτικός anticipative adverbial comp προληπτικός anticipative masc acc comp sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικόν — προληπτικός anticipative masc acc sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικοί — προληπτικός anticipative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικούς — προληπτικός anticipative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτική — προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικήν — προληπτικός anticipative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληπτικῶς — προληπτικός anticipative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”